4.3.23

 Θα αργήσει η Άνοιξη


Έχουν αλλάξει μορφή οι αμυγδαλιές.

Ξύλινη όψη 

συννεφιασμένο, 

καπνισμένο χρώμα

κι η Άνοιξη θα αργήσει ακόμα.

Η δυστυχία σφίγγει τα κλαριά τους 

σε σφιχτές μπουνιές.

ένα "γιατί' απλώνεται απ'τον κορμό

προς όλες τις γωνιές.

Τα άνθη και τα πέταλα δόθηκαν στους αγγέλους

για το λευκό ταξίδι τους 

χωρίς τους τίτλους τέλους

να φτιάξουν με ασφάλεια τα φτερά τους

και μόλις φτάσουν θα καλέσουν 

τη μαμά τους...

MaDLiN



26.6.21

Αϋπνία

 


Πώς να με πάρει ο ύπνος απόψε;

Σ' ένα κρασί χάρισα τη σκέψη μου

ίσως στο χρώμα του έψαξα για τα χείλη σου,

ταίριαξα στη γεύση του τα αρώματά σου.

Ένα κρυστάλλινο ποτήρι βύθισε εικόνες,

έκλεψε χρόνο

κρατώντας όμηρο τον ύπνο.

Να μη γυρέψει άλλος χώρο στα όνειρά μου

τα μάτια δεν θα κλείσω.

Το κόκκινο φεγγάρι, σαν κρασί

της μέθης σύννεφο αποφεύγει

μικρές γουλιές σε μουδιασμένο σώμα.

Κι εκεί μεσ' τη βαριά ανάσα

επαναστατώ

που άφησα το όνειρο,

όνειρο να μη γίνει.

Πώς να με πάρει ο ύπνος απόψε;

Εσύ κρασί δεν πίνεις και μόνη μου μεθώ,

γεύση από οινόπνευμα εσύ

κι εγώ στο κόκκινο να σταματώ.

MaDLiN

29.5.21


 

Απελευθέρωση


Ήταν ένας άντρας που δεν τον έπιανε το μάτι. Ισχνός και μικροκαμωμένος με έντονα χαρακτηριστικά στο μικρό του πρόσωπο. Μάτια στρογγυλά και μαύρα, κυρτά προς τα κάτω, μύτη μακριά σε μια τέλεια ευθεία και αφτιά που κατέληγαν σε τρίγωνο, όπως τα ξωτικά στα παραμύθια.

Η δεκαεπτάχρονη Ευρύκλεια έκανε πως κοιμάται. Έσφιγγε με δύναμη τα μάτια της για να συγκρατήσει τα δάκρυά της αλλά και για να πάψει να ακούει οτιδήποτε από εκείνο το χώρο. Πολλές φορές τα μάτια λειτουργούν και ως αφτιά και η Ευρύκλεια άκουγε με τα μάτια όσα δεν λέγονταν με φωνή.

Τον άκουγε να ντύνεται βαριά, όπως έκανε πάντα, για να καμουφλάρει τον ψεύτικο σωματότυπό του και να δείχνει άντρας.

Ο ήχος από τα πολλά μπρελόκ στα κλειδιά του της έδωσε το σύνθημα να ανοίξει τα μάτια της. Σίγουρα όλα αυτά τα μπιχλιμπίδια που είχε κρεμασμένα στα κλειδιά του δεν ήταν φετίχ, αλλά μια κίνηση προστασίας για να μην τον παρασύρει ο αέρας. Θα τον περνούσαν για τρελό αν έβαζε πέτρες στην τσέπη.

  Πετάχτηκε από το κρεβάτι και χώθηκε στο μπάνιο. Άφησε το νερό να τρέξει με δύναμη στο γυμνό της σώμα παρασύροντας κάθε ίχνος μυρωδιάς και κάθε αποτύπωμα που άφησαν στο κορμί της τα χέρια με τις εξογκωμένες μελιτζανί φλέβες. Η ένταση του νερού στο σημείο του λαιμού, στο μπράτσο και τον μηρό της, άφηνε ένα διαπεραστικό τσούξιμο στο πέρασμά του και τα κόκκινα σημάδια δεν έβγαιναν με το τρίψιμο και την σαπουνάδα.

Στο νερό αναζητούσε την λύτρωση. Η παροδική αυτή κάθαρση, ένα τελετουργικό εξάγνισης, μια προσευχή στην αναζήτηση της δύναμης που έψαχνε, μέχρι να έρθει η στιγμή που θα βρομίσει ξανά το σώμα και η ψυχή της από τα αποκρουστικά χέρια και το τρομακτικό πρόσωπο του αδύνατου άντρα. Αυτός που τη φρόντιζε σαν κηδεμόνας και σαν εραστής από τα παιδικά της χρόνια μέχρι και σήμερα και εξουσίαζε τη ζωή της και το σώμα της αλλά όχι και το μυαλό της.

Από μικρή στην δούλεψη του σπιτιού του, από μικρή και στα ερωτηματικά για την ακριβή έννοια του φυσιολογικού.

  Οι λέξεις όρμησαν απότομα από τα ζουμερά της χείλη και τα σταγονίδια από το σάλιο της που εκτοξεύτηκαν με δύναμη από την έκρηξη οργής, ταρακούνησαν  την ηρεμία της σιωπής.

"Ως εδώ, φτάνει πια. Φ Τ Α Ν Ε Ι !"

  Ο αδύνατος άντρας με το μαύρο χοντρό μπουφάν και τα βαριά μπρελόκ στην τσέπη, βάδιζε ανάλαφρα και έδειχνε ευτυχισμένος. Ήταν άραγε και η ψυχή του ανάλαφρη όπως το σώμα του;

Δεν φοβόταν μήπως τον παρασύρει ο δυνατός αέρας ,είχε ήδη παρασυρθεί από τα πάθη του. Στο πρόσωπό του η αίσθηση του θριάμβου και της εξουσίας.

Το σούρουπο βρέθηκε πεσμένος στα βράχια πλάι στην θάλασσα. 0Το αλμυρό νερό που έσκαγε στο άψυχο σώμα του και το ταρακουνούσε πέρα-δώθε, δεν κατάφερε να ξεπλύνει το αμάρτημά του. Η καρδιά του ήταν σκληρή και αδιαπέραστη σαν τον βράχο δίπλα του.

Είπαν πως παραπάτησε, γλίστρησε και χτύπησε θανάσιμα.

  Η Ευρύκλεια χτένισε τα υγρά μακριά μαλλιά της και τακτοποίησε το σπίτι όπως συνήθιζε κάθε πρωί. Σήμερα έβαλε δυνατά τη μουσική στο ραδιόφωνο.

Πήρε στα χέρια της το μικρό μαύρο μπουκαλάκι και πέταξε στην λεκάνη της τουαλέτας ότι είχε περισσέψει από το υγρό που είχε στο εσωτερικό του.

Κατευθύνθηκε στην κρεβατοκάμαρα του αδύνατου άντρα, τράβηξε το κομοδίνο και έβγαλε ένα κομμάτι ξύλου από το πάτωμα με την βοήθεια ενός μαχαιριού.

Τοποθέτησε στο βάθος του ανοίγματος το άδειο μπουκαλάκι και έκλεισε με το ξύλο το κενό.

Αυτή η εκδοχή του περιστατικού θα έμενε για πάντα κάτω από το πάτωμα.

 

©MaDLiN

12.5.21

Η επιστροφή


 Η επιστροφή

Θα ’ναι περίπου μια ώρα που κοιτάζει από το παράθυρο τα ανθισμένα δέντρα. Οι αμυγδαλιές ντυμένες στο λευκό και το ροζ, χρώματα προσαρμοσμένα στην εποχή της Άνοιξης που ο ήλιος τυλίγει στο χάδι του όλη τη φύση .Και οι μυρωδιές αυτού του καιρού σαν φίλτρο μαγικό αφυπνίζουν από την χειμερία νάρκη .Αυτό το άρωμα συνδέετε με ήχους ,με χρώματα, με γεύσεις, με πρόσωπα και δεν ξεχνιέται ποτέ. Κάποια πράγματα επιβάλλεται να μην ξεχνιούνται. Είναι αυτά που κρατούν τους ανθρώπους δεμένους με τις μνήμες τους σε ένα γαϊτανάκι με πολύχρωμες κορδέλες από συναισθήματα .

Άπλωσε το χέρι της στην ξεβιδωμένη κρεμάστρα πίσω από την λακαριστή πόρτα και έπιασε τη γαλάζια ριγέ ζακέτα .Δώρο από τα χεράκια της χρυσοχέρας φίλης της .Την έριξε  πρόχειρα στους ώμους και κατευθύνθηκε προς τα έξω. Δεν μπήκε στον ανελκυστήρα. Ποτέ της δεν τον συμπάθησε .Προτίμησε τις σκάλες. Τρεις όροφοι με πενήντα ένα σκαλάκια.

Από μικρή θυμάται τον εαυτό της κάθε φορά που ανεβοκατεβαίνει σκάλες να μετράει ένα-ένα όλα τα σκαλοπάτια και θεωρεί τον εαυτό της νικήτρια αν την επόμενη φορά που βρεθεί στο ίδιο μέρος, καταφέρει να θυμηθεί το νούμερο που είχε βρει στο προηγούμενο πέρασμά της. 

Δεν πίστευε στον εαυτό της για το πόσο γρήγορα κατέβηκε. Και δεν κουράστηκε καθόλου. Βγήκε από την πίσω έξοδο του κτηρίου. Θεωρεί απόκοσμο τον ήχο που κάνει η συρόμενη ηλεκτρική πόρτα και δεν την αντέχει. Περπάτησε στον κεντρικό δρόμο με προορισμό το παραλιακό πάρκο. Το βήμα της ανυπόμονο και άτσαλο δίχως καμία σταθερότητα πάνω στο πλακόστρωτο οδόστρωμα ,τράνταζε το κορμί της σε κάθε της πάτημα. Οι εξογκωμένες  ορθογώνιες πέτρες θα μπορούσαν να γίνουν το νέο παιχνίδι της .Πόσες ήταν άραγε όλες όσες πέρασε και πόσες ακόμα απομένουν μέχρι να φτάσει στο παγκάκι κάτω από τις λεύκες; Εκείνο το φθαρμένο ξύλινο παγκάκι που άλλοτε  είχε το κοκκινωπό χρώμα του μαονιού και κρατούσε στην αγκαλιά του τα ονόματά τους μέσα σε μια καρδιά, τώρα στέκει αδύναμο και άχρωμο ,παραδομένο στο σαράκι του και στους γκριζαρισμένους ρόζους του.

Εκεί καθόταν και εκείνη στα σκασιαρχεία του σχολείου και στα ραντεβουδάκια τους μετά το φροντιστήριο των Αγγλικών. Σε αυτό το παγκάκι τον είχε δει πρώτη φορά μια κρύα Κυριακή απόγευμα .Ήταν λίγα μέτρα παραπέρα σε μια παρέα αγοριών που με πολύ θόρυβο προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στις κούνιες του πάρκου  ανά δύο άτομα .Γελούσαν δυνατά και διασκέδαζαν με όλο αυτό. Το γέλιο του υπάρχει ακόμα στη μνήμη της, αυθεντικό και ανεξίτηλο όπως τότε. Τα σχιστά του μάτια λαμπερά από νιότη και ζωντάνια και τα χείλη του ζωγράφιζαν ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό του σαν έργο τέχνης. Το άρωμά του σαν μείγμα από βαλεριάνα και λεβάντα .

Και συναντήθηκαν τα βλέμματά τους όταν η κούνια αναποδογύρισε και βρέθηκαν ξαπλωμένα στα χώματα τα δυο φιλαράκια. Ο ένας έπεσε προς τα αριστερά και ο άλλος προς τα πίσω. Ευτυχώς χωρίς να χτυπήσουν. Ντράπηκε λίγο όταν κατάλαβε πως τον κοιτούσε επίμονα αλλά γρήγορα το γύρισε στην πλάκα και έβαλε τα γέλια χωρίς να κατεβάσει το βλέμμα του από τα μάτια της. Έβλεπαν επίμονα ο ένας τον άλλον για αρκετή ώρα και συνέχιζαν να κοιτάζονται με νόημα για αρκετές Κυριακές μέχρι να την πλησιάσει και να της χαρίσει έναν Μάρτη για το χέρι .Το γνωστό ασπροκόκκινο και κλώστινο  στριφτό βραχιόλι .Το έδεσε στο χέρι της και από τότε δέθηκε και η καρδιά της μαζί του. Ήταν η αγάπη της, το γραφτό της .Κόκκινο του πάθους και λευκό της αλήθειας σε ένα παντοτινό δέσιμο.

Το ρολόι έδειχνε τέσσερις .Κοίταξε απέναντί της τη θάλασσα .Σαν ανοιχτόχρωμο σεντόνι με ασημένια κεντήματα από τις κλωστές του ήλιου. Η δροσιά της, η αλμύρα της, η άπειρη ηρεμία της ένα θαύμα μπρος τα μάτια της. Κάτι τέτοιες ώρες είναι που μπορεί κανείς να κρατήσει από το μπράτσο την ελπίδα και να αφεθεί  με πίστη στο αναπάντεχο, στο απίστευτο.

Σηκώθηκε ανόρεχτα και φόρεσε τη τσάντα στη πλάτη της. Ξεκίνησε να βαδίζει προς τη στάση της υπεραστικής γραμμής των λεωφορείων. Αρκετά περίμενε και σήμερα μήπως εμφανιστεί η αγάπη της. Εδώ και καιρό έρχεται σχεδόν καθημερινά την ίδια ώρα ,κάθεται στο ίδιο παγκάκι, αναπολεί και περιμένει.

Της είχε πει πως θα ξανάρθει…

Ανέβηκε στο λεωφορείο .Δεν ήταν γεμάτο και επέλεξε να βολευτεί στις τελευταίες θέσεις. Πάνω από το κεφάλι της βρισκόταν το ηχείο που πιτσιλούσε με αφάνταστη χάρη τις νότες του αγαπημένου της τραγουδιού στα αφτιά της. «Όλα σε θυμίζουν ,απλά κι αγαπημένα, πράγματα δικά σου καθημερινά» Διαχρονικό, πολυτραγουδισμένο και με στίχο που τον σιγοψιθυρίζει κανείς πάντα με κλειστά μάτια είτε λόγο συγκίνησης είτε δημιουργώντας ο καθένας τις δικές του εικόνες .

Κατέβηκε στην στάση που έχει το όνομα γνωστής κολόνιας μετά από είκοσι λεπτά διαδρομής. Πρέπει να προσέξει πως θα διασχίσει τον δρόμο γιατί δεν υπάρχει διάβαση για πεζούς και είναι διπλής διέλευσης . Γίνονται πολλά ατυχήματα  στο συγκεκριμένο σημείο και ο φόβος της κατολίσθησης του βουνού είναι μεγάλος. Η ανάσα της έγινε βαριά. Σταμάτησε  μπροστά στο κράσπεδο παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή. Αισθάνθηκε πως δεν έχει πνευμόνια για άλλες αναπνοές και ένιωσε τις αισθήσεις της να την εγκαταλείπουν. Έβγαλε γρήγορα το μπουκαλάκι από το μικρό της σακίδιο και κατέβασε μερικές γενναίες γουλιές. Η κόκκινη γραμμή μπογιάς στο σιδερένιο προστατευτικό στην άκρη του δρόμου ήταν ακόμα εκεί. Έντονη  και επιβλητική σε μήκος και βάθος θαρρείς πως βάφτηκε από χέρι ανθρώπου.

Το αυτοκίνητο να σέρνεται στις δυο ρόδες ζωγραφίζοντας μια παράλληλη κόκκινη γραμμή πάνω στη μεταλλική μπάρα προστασίας και από κάτω ο γκρεμός να ανοίγει τα φιλόξενα χέρια του. Το σώμα  της βρισκόταν στην παρήγορη αναζήτηση  της αγκαλιάς του Θεού σε μια προσευχή που μέσα της σφράγιζε όλη της την πίστη. Μόνο μέσα από τα δάκρυα βλέπει κανείς τον Θεό . Και τότε είδε.

Το άκουσμα από σπασμένα τζάμια και λαμαρίνες που τσαλακώνονται σε έναν ασύγχρονο χορό με καβαλιέρο τους βράχους και τις κληματσίδες του γκρεμού ,δεν έφτασαν ποτέ στα αφτιά της. Το κόκκινο αυτοκίνητο ήταν πεσμένο στον γκρεμό. Η αναπνοή της τώρα ήταν σταθερή. Η ώρα πέρασε γρήγορα. Σουρουπώνει στο κάθε λεπτό που περνάει. Ο ουρανός θα ντυθεί με το βραδινό του ένδυμα και τα λιγοστά σύννεφα θα γίνουν το παπιγιόν που απαιτεί μια επίσημη εμφάνιση. Πρέπει να γυρίσει πίσω εγκαίρως. Πριν σφραγίσουν τις πόρτες.

Πρέπει να προλάβει.

Έβγαλε από το πλαϊνό τσεπάκι της τσάντας το πακέτο με τα τσιγάρα της και έψαξε κάπου στην ζακέτα της για τον αναπτήρα. Κοντοστάθηκε σε μια προσπάθεια να ανάψει ένα τσιγάρο. Ο άνεμος της έδειχνε την αντικαπνιστική του διάθεση σουφρώνοντας τα παχιά φρύδια του και φυσώντας με τέτοια ένταση, ώστε να μην επιτρέψει την επόμενη κίνησή της. Εκείνη όμως είναι πεισματάρα και αποφασισμένη να μετρήσει τα βήματα της επιστροφής σε ρουφηξιές πίσσας και νικοτίνης. Τα ψηλά φώτα στον διπλό δρόμο έχουν ανάψει και τα μαυροπούλια χωμένα μέσα στα δέντρα ξεκίνησαν το παιχνίδι τους με ένα συγχρονισμένο και ρυθμικό τραγούδι λέγοντας διαρκώς τα ίδια μονότονα λόγια. Οι οδηγοί των λιγοστών αυτοκινήτων που περνούν από μπροστά της μάλλον επιστρέφουν στο σπιτικό τους μετά την εργασία τους. Άλλοι μιλούν στο κινητό τους, άλλοι δείχνουν πως ακούν κάποιο τραγούδι από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου και άλλοι αφήνουν την κούραση της ημέρας να φανεί από τον τρόπο που κρατούν το τιμόνι.

Αντίθετα οι πεζοί έχουν βγει για το περπάτημά τους χαμογελαστοί και ευδιάθετοι . Ξεκούραστοι, με έναν σταθερά έντονο βηματισμό που δεν θεωρείται απλή βόλτα, απολαμβάνουν τον γρήγορο  αυτόν ρυθμό .Σε κάθε βήμα αφήνουν πίσω όλα τα άγχη και τις ανησυχίες της ημέρας που κοντεύει να τελειώσει. Κάποιοι δείχνουν πως γνωρίζονται μεταξύ τους από τον εγκάρδιο χαιρετισμό καθώς προσπερνούν ο ένας τον άλλον και άλλοι μπλεγμένοι στα καλώδια που κουμπώνουν στη συσκευή του τηλεφώνου, περπατούν στους ρυθμούς της μουσικής τους. Κάπου διάβασε πως ένα και μόνο αποτσίγαρο μπορεί να μολύνει μεγάλη ποσότητα νερού και να δηλητηριάσει ψάρια ζώα και πουλιά εξαιτίας των τεσσάρων χιλιάδων τοξικών ουσιών που περιέχει. Μόλις πάτησε μια γόπα και κόλλησε στο τρακτερωτό  παπούτσι της .Θέλοντας να σβήσει και το δικό της τσιγάρο, σκύβει προσεκτικά και πατάει με την άκρη της στρογγυλεμένης μπότας της την καύτρα, ώστε να διακόψει την πυρετώδη ένωσή της με τον λιγοστό καπνό που απέμεινε στο τελείωμα του τσιγάρου. Το πήρε στα χέρια της όπως και εκείνο που είχε πατήσει πριν και τα πέταξε στον πράσινο κάδο που βρέθηκε μπροστά της. Η ανηφοριά είχε σχεδόν τελειώσει και φάνηκε καθαρά ο προορισμός της. Λαχανιασμένη έδωσε κουράγιο στον εαυτό της πως δεν είχε μείνει πολύ περπάτημα.

Ο φύλακας στην πύλη διάβαζε κάποιο έντυπο από αυτά που μπορεί κανείς να παραγγείλει γρήγορο φαγητό κι έτσι δεν της έδωσε σημασία όταν πέρασε από μπροστά του. Μπήκε από την μεγάλη ηλεκτρική πόρτα και ξεκίνησε να μετράει τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας.

Και τότε τον είδε .Όπως ακριβώς τον έβλεπε στα όνειρά της .Τον είδε και άκουσε την προσευχή του. Παρόλο που εκείνος δεν κουνούσε τα χείλη ,παρακαλούσε τον Θεό για εκείνη. Να την κάνει καλά. Να τις δώσει τη δύναμη να τα καταφέρει. Να ζήσει, και ανοίγοντας τα μάτια της να δει πως έχει έρθει και πάλι κοντά της και θα είναι για πάντα εκεί. Δίπλα της. Ήθελε τόσο πολύ να τον αγκαλιάσει. Ήθελε να κρεμαστεί επάνω του και να τον γεμίσει με φιλιά. Με όλα τα φιλιά που του χρωστούσε μέχρι τώρα. Κάτι όμως τη συγκρατούσε πίσω .Μια δύναμη δεν της επέτρεπε να τον πλησιάσει.

Την τράβηξε απότομα  σαν μαγνήτης σε ένα δωμάτιο γεμάτο γιατρούς και νοσηλευτές. Την οδήγησε κάτω από μια μεγάλη λάμπα με λευκό φως. Την έσπρωξε με βία σε ένα σώμα ταλαιπωρημένο αλλά και ήρεμο ταυτόχρονα. Η δύναμη και ο χρόνος την πιέζουν να βιαστεί, να στριμωχτεί, να βολευτεί  και να επιστρέψει πια στο κορμί της.

Η πολύωρη χειρουργική επέμβαση τελείωσε με επιτυχία.


©MaDLiN   


Κωδικός 4

  ΚΩΔΙΚΟΣ 4

Έβρεχε καταρρακτωδώς και οι μαονί μπαλαρίνες διαμαρτύρονται σε κάθε βήμα της κυρίας Μελπομένης, με παφλασμούς και τριξίματα. Η ομπρέλα δεν ισορροπεί στους χοντροκομμένους ώμους της και τα χέρια της δεν βοηθούν την κατάσταση γιατί είναι γεμάτα από τις οικολογικές σακκούλες με αποτέλεσμα να προτιμάει να βρέχεται το κεφάλι της και όχι η πραμάτια που κουβαλάει. Πάντως, δεν δείχνει να ανησυχεί για τις καιρικές συνθήκες. Στο μυαλό της έχει μόνο να προλάβει να βρεθεί εγκαίρως στον προορισμό της για να καταφέρει ο μοναχογιός της να απολαύσει ζεστά τα φαγητά που του ετοίμαζε ολημερής. Από μικρό παιδί του το έλεγε πως για να πιάσει τόπο το φαϊ και να πάει στο σωστό μέρος της κοιλιάς, πρέπει να είναι ζεστό και να το τρώει κανείς καθιστός στην καρέκλα.

Από τότε που έφυγε από το πατρικό του σπίτι ο Ρούλης, - Αργύρης πλέον για τους ασθενής, συνεργάτες και μαθητές του- εδώ και έξι χρόνια κάθε μέρα το ίδιο πρόγραμμα και το ίδιο δρομολόγιο για την κυρία Μελπομένη. Ξυπνάει από τα χαράματα για να ετοιμάσει τα ημερήσια γεύματα του κανακάρη της φροντίζοντας και την πιο απίθανη λεπτομέρεια. Μαζεύει τα ρούχα του από τα σχοινιά και τα σιδερώνει με ευλάβεια και τακτοποιεί σε στοίβα πρώτα τα παντελόνια προσέχοντας τα λεπτά υφάσματα να είναι στο ανώτερο ύψος της στοίβας, έπειτα τα πουλόβερ και τελευταία τα πουκάμισα τοποθετώντας από κάτω τα ανοιχτόχρωμα και τέλος τα σκούρα χρώματα μην τύχει και σκονιστούν. Κατόπιν τοποθετεί στην πάνινη σακκούλα κατά σειρά μεγέθους τα παραγεμισμένα τάπερ και αφού έχει πάει πια μεσημέρι, ξεκινάει για το εργένικο σπίτι του γιου της.

Δεν του έλειπε τίποτα του Ρούλη της. Τί γλυκά, τί σπιτικές μαρμελάδες, τί μεζεκλίκια και λογιών φαγητά από διάφορες συνταγές παγκόσμιας κουζίνας που κατείχε στην συλλογή της. Γιατί να παντρευτεί; Τί του λείπει; Έχει τη μανούλα που φροντίζει για τα πάντα. Οι σημερινές γυναίκες είναι όλες τους παστρικές και γλωσσούδες. Με νύχι μυτερό και μακρύ πως να φροντίσουν άντρα και σπίτι; Ο νους τους είναι μόνο στα λούσα και το ξεπόρτισμα. Άσε που με τη μουρμούρα τους αναγκάζουν τους άντρες να απαρνηθούν το αρσενικό τους αξίωμα και να μετατραπούν σε καλές νοικοκυρούλες. Δεν ξενιτεύτηκε η Μελπομένη στο εξωτερικό για οχτώ χρόνια, να τον σπουδάσει κοτζάμ επιστήμονα για να τον δει με χρωματιστή ποδιά και κουτάλα στο χέρι.

 Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό αιφνιδιάστηκε από το πρόσταγμα του αστυνομικού να σταματήσει για έλεγχο.

- Καλησπέρα σας κυρία μου, θα μπορούσα να δω την ταυτότητά σας και το μήνυμα εξόδου σας;

-Βεβαίως κυρ'αστυνόμε. Μισό λεπτό να αφήσω τις σακκούλες κάτω από το υπόστεγο γιατί θα βραχούν τα ρούχα του παιδιού.

Ορίστε η ταυτότητα, ορίστε και το μήνυμα στο κινητό. Ο γιος μου μου έμαθε να το χειρίζομαι.

- Μάλιστα. Το μήνυμα εδώ στο κινητό αναφέρει τον κωδικό 4.Βγήκατε να βοηθήσετε κάποιο ανήμπορο άτομο;

-Ναι. Δεν είναι βοήθεια να πάω στου γιου μου το σπίτι και να φροντίσω να έχει το τραπέζι του ένα ζεστό πιάτο φαγητό; Δεν είναι βοήθεια το ότι θα συμμαζέψω, θα σκουπίσω, θα ξεσκονίσω και θα σφουγγαρίσω τον χώρο ενός επιστήμονα που έχει αφιερωθεί εξ'ολοκλήρου στην δουλειά του; Δεν λέγεται βοήθεια το γεγονός ότι πρέπει να του παρέχω καθαρά, σιδερωμένα και μυρωδάτα ρούχα; Δεν καλείται βοήθεια μια μάνα να φροντίζει το παιδί της να έχει μια εύκολη καθημερινότητα;

-Κυρία μου νομίζω πως έχετε μπερδέψει το νόημα του κωδικού 4 "Κίνηση για παροχή βοήθειας"...

-Αχ! κυρ'αστυνόμε, καλά τα λες αλλά πρέπει να γυρίσω ξανά πίσω. Ξέχασα να πάρω μαζί μου τη μπλε ζακέτα του Ρούλη μου. Την έπλεξε η γιαγιά του και σπάνια την αποχωρίζεται.


MaDLiN   



Ραγίσματα


 Ραγίσματα 

από θραύσματα που λοξοδρόμησαν

μόνο ραγίσματα

που περιμένουν την επούλωση.

Το θραύσμα έχασε τον προορισμό του

αποτυχημένο και ασήμαντο

έφυγε τρέχοντας σαν αστραπή

που κυνηγά τη λάμψη.

Τράκαρε, έπεσε,

χάθηκε στο κενό, ποιος ξέρει;

Λίγο το κακό για μένα.

Γρήγορα θα κλείσει η ουλή

δεν θα υπάρχει τραύμα να φροντίσω

θα χαθεί στον χρόνο, θα ξεχαστεί.

Δεν θα δείχνει στο δέρμα

Ενώ η ήττα...

Αυτή η αλήτισσα 

σαν εισβάλλει, 

μηδενικό σε κάνει να αισθανθείς.

Ένα άμορφο και άχρωμο μηδενικό.


mDLn

© Copyright, Μadlin

Πυρίμαχος κόσμος