Θα ’ναι περίπου μια ώρα που κοιτάζει από το παράθυρο τα ανθισμένα δέντρα. Οι αμυγδαλιές ντυμένες στο λευκό και το ροζ, χρώματα προσαρμοσμένα στην εποχή της Άνοιξης που ο ήλιος τυλίγει στο χάδι του όλη τη φύση .Και οι μυρωδιές αυτού του καιρού σαν φίλτρο μαγικό αφυπνίζουν από την χειμερία νάρκη .Αυτό το άρωμα συνδέετε με ήχους ,με χρώματα, με γεύσεις, με πρόσωπα και δεν ξεχνιέται ποτέ. Κάποια πράγματα επιβάλλεται να μην ξεχνιούνται. Είναι αυτά που κρατούν τους ανθρώπους δεμένους με τις μνήμες τους σε ένα γαϊτανάκι με πολύχρωμες κορδέλες από συναισθήματα .
Άπλωσε το χέρι της στην ξεβιδωμένη κρεμάστρα πίσω από την λακαριστή πόρτα και έπιασε τη γαλάζια ριγέ ζακέτα .Δώρο από τα χεράκια της χρυσοχέρας φίλης της .Την έριξε πρόχειρα στους ώμους και κατευθύνθηκε προς τα έξω. Δεν μπήκε στον ανελκυστήρα. Ποτέ της δεν τον συμπάθησε .Προτίμησε τις σκάλες. Τρεις όροφοι με πενήντα ένα σκαλάκια.
Από μικρή θυμάται τον εαυτό της κάθε φορά που ανεβοκατεβαίνει σκάλες να μετράει ένα-ένα όλα τα σκαλοπάτια και θεωρεί τον εαυτό της νικήτρια αν την επόμενη φορά που βρεθεί στο ίδιο μέρος, καταφέρει να θυμηθεί το νούμερο που είχε βρει στο προηγούμενο πέρασμά της.
Δεν πίστευε στον εαυτό της για το πόσο γρήγορα κατέβηκε. Και δεν κουράστηκε καθόλου. Βγήκε από την πίσω έξοδο του κτηρίου. Θεωρεί απόκοσμο τον ήχο που κάνει η συρόμενη ηλεκτρική πόρτα και δεν την αντέχει. Περπάτησε στον κεντρικό δρόμο με προορισμό το παραλιακό πάρκο. Το βήμα της ανυπόμονο και άτσαλο δίχως καμία σταθερότητα πάνω στο πλακόστρωτο οδόστρωμα ,τράνταζε το κορμί της σε κάθε της πάτημα. Οι εξογκωμένες ορθογώνιες πέτρες θα μπορούσαν να γίνουν το νέο παιχνίδι της .Πόσες ήταν άραγε όλες όσες πέρασε και πόσες ακόμα απομένουν μέχρι να φτάσει στο παγκάκι κάτω από τις λεύκες; Εκείνο το φθαρμένο ξύλινο παγκάκι που άλλοτε είχε το κοκκινωπό χρώμα του μαονιού και κρατούσε στην αγκαλιά του τα ονόματά τους μέσα σε μια καρδιά, τώρα στέκει αδύναμο και άχρωμο ,παραδομένο στο σαράκι του και στους γκριζαρισμένους ρόζους του.
Εκεί καθόταν και εκείνη στα σκασιαρχεία του σχολείου και στα ραντεβουδάκια τους μετά το φροντιστήριο των Αγγλικών. Σε αυτό το παγκάκι τον είχε δει πρώτη φορά μια κρύα Κυριακή απόγευμα .Ήταν λίγα μέτρα παραπέρα σε μια παρέα αγοριών που με πολύ θόρυβο προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στις κούνιες του πάρκου ανά δύο άτομα .Γελούσαν δυνατά και διασκέδαζαν με όλο αυτό. Το γέλιο του υπάρχει ακόμα στη μνήμη της, αυθεντικό και ανεξίτηλο όπως τότε. Τα σχιστά του μάτια λαμπερά από νιότη και ζωντάνια και τα χείλη του ζωγράφιζαν ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό του σαν έργο τέχνης. Το άρωμά του σαν μείγμα από βαλεριάνα και λεβάντα .
Και συναντήθηκαν τα βλέμματά τους όταν η κούνια αναποδογύρισε και βρέθηκαν ξαπλωμένα στα χώματα τα δυο φιλαράκια. Ο ένας έπεσε προς τα αριστερά και ο άλλος προς τα πίσω. Ευτυχώς χωρίς να χτυπήσουν. Ντράπηκε λίγο όταν κατάλαβε πως τον κοιτούσε επίμονα αλλά γρήγορα το γύρισε στην πλάκα και έβαλε τα γέλια χωρίς να κατεβάσει το βλέμμα του από τα μάτια της. Έβλεπαν επίμονα ο ένας τον άλλον για αρκετή ώρα και συνέχιζαν να κοιτάζονται με νόημα για αρκετές Κυριακές μέχρι να την πλησιάσει και να της χαρίσει έναν Μάρτη για το χέρι .Το γνωστό ασπροκόκκινο και κλώστινο στριφτό βραχιόλι .Το έδεσε στο χέρι της και από τότε δέθηκε και η καρδιά της μαζί του. Ήταν η αγάπη της, το γραφτό της .Κόκκινο του πάθους και λευκό της αλήθειας σε ένα παντοτινό δέσιμο.
Το ρολόι έδειχνε τέσσερις .Κοίταξε απέναντί της τη θάλασσα .Σαν ανοιχτόχρωμο σεντόνι με ασημένια κεντήματα από τις κλωστές του ήλιου. Η δροσιά της, η αλμύρα της, η άπειρη ηρεμία της ένα θαύμα μπρος τα μάτια της. Κάτι τέτοιες ώρες είναι που μπορεί κανείς να κρατήσει από το μπράτσο την ελπίδα και να αφεθεί με πίστη στο αναπάντεχο, στο απίστευτο.
Σηκώθηκε ανόρεχτα και φόρεσε τη τσάντα στη πλάτη της. Ξεκίνησε να βαδίζει προς τη στάση της υπεραστικής γραμμής των λεωφορείων. Αρκετά περίμενε και σήμερα μήπως εμφανιστεί η αγάπη της. Εδώ και καιρό έρχεται σχεδόν καθημερινά την ίδια ώρα ,κάθεται στο ίδιο παγκάκι, αναπολεί και περιμένει.
Της είχε πει πως θα ξανάρθει…
Ανέβηκε στο λεωφορείο .Δεν ήταν γεμάτο και επέλεξε να βολευτεί στις τελευταίες θέσεις. Πάνω από το κεφάλι της βρισκόταν το ηχείο που πιτσιλούσε με αφάνταστη χάρη τις νότες του αγαπημένου της τραγουδιού στα αφτιά της. «Όλα σε θυμίζουν ,απλά κι αγαπημένα, πράγματα δικά σου καθημερινά» Διαχρονικό, πολυτραγουδισμένο και με στίχο που τον σιγοψιθυρίζει κανείς πάντα με κλειστά μάτια είτε λόγο συγκίνησης είτε δημιουργώντας ο καθένας τις δικές του εικόνες .
Κατέβηκε στην στάση που έχει το όνομα γνωστής κολόνιας μετά από είκοσι λεπτά διαδρομής. Πρέπει να προσέξει πως θα διασχίσει τον δρόμο γιατί δεν υπάρχει διάβαση για πεζούς και είναι διπλής διέλευσης . Γίνονται πολλά ατυχήματα στο συγκεκριμένο σημείο και ο φόβος της κατολίσθησης του βουνού είναι μεγάλος. Η ανάσα της έγινε βαριά. Σταμάτησε μπροστά στο κράσπεδο παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή. Αισθάνθηκε πως δεν έχει πνευμόνια για άλλες αναπνοές και ένιωσε τις αισθήσεις της να την εγκαταλείπουν. Έβγαλε γρήγορα το μπουκαλάκι από το μικρό της σακίδιο και κατέβασε μερικές γενναίες γουλιές. Η κόκκινη γραμμή μπογιάς στο σιδερένιο προστατευτικό στην άκρη του δρόμου ήταν ακόμα εκεί. Έντονη και επιβλητική σε μήκος και βάθος θαρρείς πως βάφτηκε από χέρι ανθρώπου.
Το αυτοκίνητο να σέρνεται στις δυο ρόδες ζωγραφίζοντας μια παράλληλη κόκκινη γραμμή πάνω στη μεταλλική μπάρα προστασίας και από κάτω ο γκρεμός να ανοίγει τα φιλόξενα χέρια του. Το σώμα της βρισκόταν στην παρήγορη αναζήτηση της αγκαλιάς του Θεού σε μια προσευχή που μέσα της σφράγιζε όλη της την πίστη. Μόνο μέσα από τα δάκρυα βλέπει κανείς τον Θεό . Και τότε είδε.
Το άκουσμα από σπασμένα τζάμια και λαμαρίνες που τσαλακώνονται σε έναν ασύγχρονο χορό με καβαλιέρο τους βράχους και τις κληματσίδες του γκρεμού ,δεν έφτασαν ποτέ στα αφτιά της. Το κόκκινο αυτοκίνητο ήταν πεσμένο στον γκρεμό. Η αναπνοή της τώρα ήταν σταθερή. Η ώρα πέρασε γρήγορα. Σουρουπώνει στο κάθε λεπτό που περνάει. Ο ουρανός θα ντυθεί με το βραδινό του ένδυμα και τα λιγοστά σύννεφα θα γίνουν το παπιγιόν που απαιτεί μια επίσημη εμφάνιση. Πρέπει να γυρίσει πίσω εγκαίρως. Πριν σφραγίσουν τις πόρτες.
Πρέπει να προλάβει.
Έβγαλε από το πλαϊνό τσεπάκι της τσάντας το πακέτο με τα τσιγάρα της και έψαξε κάπου στην ζακέτα της για τον αναπτήρα. Κοντοστάθηκε σε μια προσπάθεια να ανάψει ένα τσιγάρο. Ο άνεμος της έδειχνε την αντικαπνιστική του διάθεση σουφρώνοντας τα παχιά φρύδια του και φυσώντας με τέτοια ένταση, ώστε να μην επιτρέψει την επόμενη κίνησή της. Εκείνη όμως είναι πεισματάρα και αποφασισμένη να μετρήσει τα βήματα της επιστροφής σε ρουφηξιές πίσσας και νικοτίνης. Τα ψηλά φώτα στον διπλό δρόμο έχουν ανάψει και τα μαυροπούλια χωμένα μέσα στα δέντρα ξεκίνησαν το παιχνίδι τους με ένα συγχρονισμένο και ρυθμικό τραγούδι λέγοντας διαρκώς τα ίδια μονότονα λόγια. Οι οδηγοί των λιγοστών αυτοκινήτων που περνούν από μπροστά της μάλλον επιστρέφουν στο σπιτικό τους μετά την εργασία τους. Άλλοι μιλούν στο κινητό τους, άλλοι δείχνουν πως ακούν κάποιο τραγούδι από το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου και άλλοι αφήνουν την κούραση της ημέρας να φανεί από τον τρόπο που κρατούν το τιμόνι.
Αντίθετα οι πεζοί έχουν βγει για το περπάτημά τους χαμογελαστοί και ευδιάθετοι . Ξεκούραστοι, με έναν σταθερά έντονο βηματισμό που δεν θεωρείται απλή βόλτα, απολαμβάνουν τον γρήγορο αυτόν ρυθμό .Σε κάθε βήμα αφήνουν πίσω όλα τα άγχη και τις ανησυχίες της ημέρας που κοντεύει να τελειώσει. Κάποιοι δείχνουν πως γνωρίζονται μεταξύ τους από τον εγκάρδιο χαιρετισμό καθώς προσπερνούν ο ένας τον άλλον και άλλοι μπλεγμένοι στα καλώδια που κουμπώνουν στη συσκευή του τηλεφώνου, περπατούν στους ρυθμούς της μουσικής τους. Κάπου διάβασε πως ένα και μόνο αποτσίγαρο μπορεί να μολύνει μεγάλη ποσότητα νερού και να δηλητηριάσει ψάρια ζώα και πουλιά εξαιτίας των τεσσάρων χιλιάδων τοξικών ουσιών που περιέχει. Μόλις πάτησε μια γόπα και κόλλησε στο τρακτερωτό παπούτσι της .Θέλοντας να σβήσει και το δικό της τσιγάρο, σκύβει προσεκτικά και πατάει με την άκρη της στρογγυλεμένης μπότας της την καύτρα, ώστε να διακόψει την πυρετώδη ένωσή της με τον λιγοστό καπνό που απέμεινε στο τελείωμα του τσιγάρου. Το πήρε στα χέρια της όπως και εκείνο που είχε πατήσει πριν και τα πέταξε στον πράσινο κάδο που βρέθηκε μπροστά της. Η ανηφοριά είχε σχεδόν τελειώσει και φάνηκε καθαρά ο προορισμός της. Λαχανιασμένη έδωσε κουράγιο στον εαυτό της πως δεν είχε μείνει πολύ περπάτημα.
Ο φύλακας στην πύλη διάβαζε κάποιο έντυπο από αυτά που μπορεί κανείς να παραγγείλει γρήγορο φαγητό κι έτσι δεν της έδωσε σημασία όταν πέρασε από μπροστά του. Μπήκε από την μεγάλη ηλεκτρική πόρτα και ξεκίνησε να μετράει τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας.
Και τότε τον είδε .Όπως ακριβώς τον έβλεπε στα όνειρά της .Τον είδε και άκουσε την προσευχή του. Παρόλο που εκείνος δεν κουνούσε τα χείλη ,παρακαλούσε τον Θεό για εκείνη. Να την κάνει καλά. Να τις δώσει τη δύναμη να τα καταφέρει. Να ζήσει, και ανοίγοντας τα μάτια της να δει πως έχει έρθει και πάλι κοντά της και θα είναι για πάντα εκεί. Δίπλα της. Ήθελε τόσο πολύ να τον αγκαλιάσει. Ήθελε να κρεμαστεί επάνω του και να τον γεμίσει με φιλιά. Με όλα τα φιλιά που του χρωστούσε μέχρι τώρα. Κάτι όμως τη συγκρατούσε πίσω .Μια δύναμη δεν της επέτρεπε να τον πλησιάσει.
Την τράβηξε απότομα σαν μαγνήτης σε ένα δωμάτιο γεμάτο γιατρούς και νοσηλευτές. Την οδήγησε κάτω από μια μεγάλη λάμπα με λευκό φως. Την έσπρωξε με βία σε ένα σώμα ταλαιπωρημένο αλλά και ήρεμο ταυτόχρονα. Η δύναμη και ο χρόνος την πιέζουν να βιαστεί, να στριμωχτεί, να βολευτεί και να επιστρέψει πια στο κορμί της.
Η πολύωρη χειρουργική επέμβαση τελείωσε με επιτυχία.
©MaDLiN